- γκάμπα
- ησυνδυασμός στο εκκλησιαστικό όργανο που αποδίδει ήχο παρόμοιο με τον ήχο τών έγχορδων οργάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη (πρβλ. ιταλ. gamba)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γκάμπα, Πιέτρο — (Pietro Gamba, Ραβένα 1801 – Μέθανα 1828;). Ιταλός φιλέλληνας. Πολέμησε με τον λόρδο Βύρωνα στην Ελλάδα ως αντισυνταγματάρχης του ελληνικού στρατιωτικού σώματος που είχε συγκροτήσει ο Άγγλος ποιητής. Ο Γ. αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους κατά το… … Dictionary of Greek
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Βύρων, λόρδος — (George Gordon Byron, Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Πέρασε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα κλειστό περιβάλλον στο Αμπερντίν της Σκοτίας, εξαιτίας των… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek